Σκούρα ώχρα, με περιεκτικότητα 20% σε ένυδρα οξείδια του σιδήρου. Σε παλαιότερες αναφορές σημειώνεται ως scyricum (σκυρική), πιθανώς τότε προερχόμενη από το το νησί της Σκύρου. Ώχρα βαθέα την ονομάζει ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά των Αγράφων, ο οποίος την ανακάτευε με λίγο μαύρο για να φτιάξει τους προπλασμούς της σάρκας στην ιστόρηση των τοίχων. Είναι κατάλληλη για νωπογραφία, αυγοτέμπερα, λάδι κι εγκαυστική.
Σταθερότητα στο φως: ΜΕΓΑΛΗ 7 (κλίμακα 1/8)
Ειδικό βάρος: 3,50